πελαργοί

πελαργοί
πελαργός
stork
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • PELARGI — Graece Πελαργοι, cognominati sunt διὰ τὴν πλάνην, i. e. ob peregrinationem seu errorem, duo fratres, quie Tuscia profecti Athenas venerunt, ibiqueprimi, cum prius in specubus locisque subterraneis homines habitarent, ex lateribus domos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ACROPOLIS — I. ACROPOLIS arx Atheniensum. Athenae enim in tres partes dividebantur: Aeropolin, Asty, et Pyrenaeum portum. Acropolis etiam urbs Libyae apud Steph. Est etiam alia eiusdem nominis in Aetoliâ, teste eôdem. Incolae Acrogolitoe, vel Acropolienses.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… …   Dictionary of Greek

  • πελαργικός — (I) ή, ό / πελαργικός, ή, όν, ΝΑ [πελαργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι …   Dictionary of Greek

  • πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • αποδημητικοί οργανισμοί — Οργανισμοί που μετακινούνται εποχιακά από μία περιοχή σε κάποια άλλη, είτε για να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν είτε για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Κλιάφα, Μαρούλα — (Τρίκαλα 1937 –).Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Γαλλική Ακαδημία Αθηνών και στη σχολή Σπύρου Μελά (δημοσιογραφία). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λαογραφία και την παιδική λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Στεπάνοφ, Αλεξέι Στεπάνοβιτς — Ρώσος ζωγράφος (1858 – 1923). Συμπλήρωσε τις καλλιτεχνικές σπουδές του στη Μόσχα και πήρε μέρος στο κίνημα των λεγόμενων «περιφερόμενων ζωγράφων». Ο ζωγραφικός λυρισμός του Σ. διαφαίνεται καθαρά σε πίνακες που εικονίζουν σκηνές της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”